Ένα άγνωστο χέρι απο το πουθενά σου έδειξε ενα μακρύ μονοπάτι, κι εσύ πάνω στον πανικό σου να ξεφύγεις στο ακουλούθησες και ουτε μια στιγμη δεν γύρισες να κοιτάξεις ποίος ήταν αυτός πίσω απο εκείνο το χέρι που σε έστελνε στο άγνωστο.
Τρέχεις μόνος μεχρι οι δυνάμεις σου να σε εγκαταλείψουν. Πια δεν ξερεις σε τι μπορείς να ελπίζεις. Μονο τρέχεις με το μυαλό σου άδειο από σκέψεις. Κοιτάζεις χωρις να βλέπεις γύρω σου. Αν έβλεπες μπορεί να είχες γλιτώσει.
Ένιωσες να πεφτεις σε μια βαθιά τρύπα. Ούρλιαξες από τον πόνο και δίπλα σου κάποιος τσίριξε κι έκεινος απο τρομάρα.
Παγιδευμενος κι αυτος μεσα στο σκοταδι εφτασε σ'αυτην την τρυπα με τον ιδιο τροπο. Το μόνο που γνωρίζει, το μόνο που κατάφερε να μάθει απο το προηγούμενο θυμα ειναι οτι ο θηρευτής σας τρέφεται με την απελπισια και οταν πια ο θανατος ειναι τοσο κοντα και το τελος δίνει την ελπίδα της λύτρωσης, τοτε ψαχνει για καινουριο θύμα.
Οι τελευταίες του λέξεις βγαίνουν απο το στομα του αργά, ξέπνοα, ισα-ισα που καταφερνεις να τις ακουσεις, και θα σε στοιχιωνουν μεχρι να γινει ο θάνατός σου ελπιδα. Μεχρι να τελειώσει ο χρονος σου και να ερθει το επομενο