Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Το Θυμα


Ένα άγνωστο χέρι απο το πουθενά σου έδειξε ενα μακρύ μονοπάτι, κι εσύ πάνω στον πανικό σου να ξεφύγεις στο ακουλούθησες και ουτε μια στιγμη δεν γύρισες να κοιτάξεις ποίος ήταν αυτός πίσω απο εκείνο το χέρι που σε έστελνε στο άγνωστο.

Τρέχεις μόνος μεχρι οι δυνάμεις σου να σε εγκαταλείψουν. Πια δεν ξερεις σε τι μπορείς να ελπίζεις. Μονο τρέχεις με το μυαλό σου άδειο από σκέψεις. Κοιτάζεις χωρις να βλέπεις γύρω σου. Αν έβλεπες μπορεί να είχες γλιτώσει.

Ένιωσες να πεφτεις σε μια βαθιά τρύπα. Ούρλιαξες από τον πόνο και δίπλα σου κάποιος τσίριξε κι έκεινος απο τρομάρα.

Παγιδευμενος κι αυτος μεσα στο σκοταδι εφτασε σ'αυτην την τρυπα με τον ιδιο τροπο. Το μόνο που γνωρίζει, το μόνο που κατάφερε να μάθει απο το προηγούμενο θυμα ειναι οτι ο θηρευτής σας τρέφεται με την απελπισια και οταν πια ο θανατος ειναι τοσο κοντα και το τελος δίνει την ελπίδα της λύτρωσης, τοτε ψαχνει για καινουριο θύμα.

Οι τελευταίες του λέξεις βγαίνουν απο το στομα του αργά, ξέπνοα, ισα-ισα που καταφερνεις να τις ακουσεις, και θα σε στοιχιωνουν μεχρι να γινει ο θάνατός σου ελπιδα. Μεχρι να τελειώσει ο χρονος σου και να ερθει το επομενο

ΘΥΜΑ

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Invisible Watcher


Μια ιστορία που εγραψε ο πολυ καλος μου φιλος Deathless One



While the moon was playing hide and seek with the clouds, avoiding the sun's remaining rays of light before he fades below the horizon, while I was in the midst of the twilight hour, I saw her.

She... "she couldn't be real" were my first thoughts, but while she drew nearer I couldn't doubt her existence. Her body figure was devine, her face characteristics compared only to elven ones from fairy tales, from her chin to her lips, from her nose to her cheakbones, all were uniquely perfect.

Her raven-black hair seem so silky and smooth that you would be calling god's wrath upon you if you dared touching them. But when my eyes met hers I felt my long lost heart beating again, a single tear I shed while staring back at those crystal blue eyes and I felt with it droping all the tears I hadn't shed while I could.

A slight breeze came and gently moved her hair, shuffled her skirt, oh I was so envious of that breeze. I smiled bitterly when I saw her graping tight the sides of her coat to close it and warm herself.

Then the moment passed, it passed like she passed through me to continue to wherever she was going. Like the rest of them all, she was another living breathing being who past over my place, the place that I died 26 years 3 months and 4 days ago on the middle of this road. I haven't found my "reason" neither my "salvation" yet, there was no light at the end of my tunnel, no guardian angel to guide me.

I am stuck here with no one to see or hear me, alone.



Is this hell?



Μια ιστορία που εγραψε ο πολυ καλος μου φιλος Deathless One

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Νυχτερινή Αταξία


Όνειρα στροβιλίζονται με αστέρια που το έσκασαν από το κρεβάτι τ’ ουρανού ξεγελώντας τον φύλακα της νύχτας, οταν για μια και μόνο στιγμη το φεγγάρι κρυφτηκε πισω απο ένα περαστικό σύννεφο


Βούτηξαν στα όνειρα ανάμεσα σε σκιές και ξεχασμένες αναμνήσεις. Χάθηκαν στους διαδρόμους της λήθης. Σε πέτρινα σοκάκια του μυαλού που παλεύουν να μην ξεχάσουν και να μην ξεχαστούν. Να μην χάσουν και το τελευταίο ψήγμα μνήμης που τους χάριζε μικρές αναπνοές ζωής.


Υδάτινα κανάλια δακρύων τρέχουν ορμητικά. Αναμνήσεις πονεμένες καθρεφτίζουν, θλίψη και παλιές ανοιχτές πληγές. Και στο τέρμα τους, σπηλιές βαθιές με σκέψεις ζοφερές. Σκέψεις μίσους και εκδίκησης, θαμμένες εκεί που καμιά άλλη σκέψη δεν τολμάει να φτάσει, ουρλιάζουν από τα βάθη.


Τρόμαξαν το μικρότερο αστέρι που γεμάτο πανικό γύρισε γοργά και με αναφιλητά ξύπνησε τον φύλακα της νύχτας, και με κομμένη ανάσα από φόβο και κλάματα μαρτύρησε την νυχτερινή τους αταξία


Ξεκίνησαν μαζί να μαζέψουν τα άτακτα αστέρια και λίγο πριν το ξημέρωμα βρισκόντουσαν όλα πάλι πίσω στο κρεβάτι τ’ ουρανού.


Μερικά ακόμα τρομαγμένα, άλλα μελαγχολικά, και τα πιο τολμηρά από αυτά έδωσαν κρυφά ραντεβού την επόμενη νύχτα να το ξανασκάσουν για νέες εξερευνήσεις


Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Μοναξια


Με κοίταξες κάποια στιγμή… αλλά δεν με είδες!!!

Πέρασε η ματιά σου από μέσα μου σαν να ήμουν φάντασμα… αόρατη

Κι όμως την ένιωσα σαν καυτό βέλος που με διαπέρασε!

Γύρισα αλλού το βλέμμα. Οι σκέψεις που με κύκλωσαν γιγάντωσαν τον πόνο.

Και σιώπησα. Μια σιωπή που ήθελε να πει πολλά.

Πιο πολλά από όσα τολμούσα να σκεφτώ. Πιο πολλά από όσα ήθελα να σκεφτώ…

Και τώρα μόνο τον ήχο από το σκοτάδι μπορώ να ακούσω χωρίς να δακρύσω

Και η μοναξια σταζει μεσα μου αργα, σταγονα-σταγονα σαν βασανιστηριο.

Και ο υπνος θα ερθει βαρυς. Με αχρωμα ονειρα.

Ονειρα που στο φως της μερας θα με πονεσουν πιο πολύ από την πραγματικοτητα.

Γιατι οι προβολες των θελω μου, θα παραμεινουν ονειρα για παντα.

Με μια σκαρτη ελπιδα, που ποτε δεν υπηρξε πραγματικα…

Και μετα????

Κενο και ονειρα… Ονειρα και κενο…

Και μετα τι?

Για ποσο?