Ήταν καποτε μια πολη ευτυχισμενη. Γέλια ακουγοντουσαν καθημερινα από κάθε γωνια της. Μόνο χαρουμενες κουβεντες ακουγες στην αγορα, στα σπίτια και στους δρομους. Είχαν ξεχάσει από χρόνια τι θα πεί καβγας, φωνες, αδικια. Έτσι οι αρχοντες της πόλης αποφάσισαν να χτίσουν τείχη ψηλά γύρω από την πολη τους για να την προστατεψουν από την εισβολη ξένων που θα χαλαγαν την όμορφα δομημένη ευτυχια τους. Όλος ο λαός συμφωνησε ενθουσιασμενος και με μεγάλη προθυμια βοηθησαν ολοι, άντρες γυναίκες και παιδιά, νεοι και γέροι, ολοι μαζί να φτιαξουν τα τειχη τους. Η τοποθέτηση του θεμελιου λίθου, που έγινε όπως όριζαν αιώνες τώρα τα εθιμα τους, ήταν μέρα γιορτης και γλεντιου. Η δε ολοκληρωση του έργου ήταν μια τριημερη αργια για όλους και την τριτη μέρα που κλειδωθηκε η βαρια πόρτα από τον Μεγα Αρχοντα της, έγινε μια τελετη υπερλαμπρη και με πολλά κιλα βεγγαλικων και πυροτεχνηματων. Εκείνο το βράδυ ολοι κοιμηθηκαν ακόμα πιο ευτυχισμενοι και ευχαριστημενοι, σίγουροι πια ότι η ευτυχια τους φυλασσοταν καλά.
Τα νέα για την ευτυχισμενη πολη άρχισαν να διαδιδονται με γρήγορους ρυθμους και κόσμος πολυς άρχισε να μαζευεται έξω από τα τειχη, άλλοι από περιεργεια και άλλοι με την επλιδα και μπορεσουν να κατοικησουν εκεί και να βρουν την χαμενη τους ευτυχια και γαλήνη. Ήταν τοσος ο κόσμος που είχε μαζευτεί που οι αρχοντες αποφάσισαν να φτιαξουν μια επιτροπη ειδικων ειδική να κρινει ποιος μπορούσε και είχε τα κριτηρια για να κατοικησει κοντά τους. Εφτιαξαν έξω από τα τειχη ένα μικρό χωρο οπου η επιτροπη έκανε την αξιολογιστη της. Ήταν όμως τόσο αυστηροι, με εντολη βέβαια του Μεγα Αρχοντα που ελαχιστοι κατάφεραν να πάρουν την πολυποθητη αδεια. Οι περισσότεροι εφυγαν απογοητευμενοι και με δάκρυα στα μάτια.
Η διαδικασία είχε ολοκληρωθει και η επιτροπη έκλεισε οριστικα πίσω της την πόρτα της ευτυχιας αφήνοντας έξω μεγαλύτερη δυστυχια από ότι υπήρχε πριν ανοίξει εκείνο το μικρό παράθυρο επλιδας. Εκείνοι που εχασαν κάθε σταγονα ελπιδας μαζεψαν τα πράγματα τους και εφυγαν αργά κοιτώντας συνεχως πίσω τους εκεινους που διατηρησαν κάποια από θεματα ελπιδας και περίμεναν ένα θαυμα, να ξανανοιξουν οι πόρτες και να τους δεχτουν. Όσο όμως περνούσε ο καιρος και η πόρτα παρεμενε σφαλισμενη τόσο ο πόνος και τα δάκρυα έξω από την πολη πληθαιναν. Οι δυστυχισμενοι άνθρωποι κατέλησαν σκιες των εαυτων τους που εκλαιγαν βουβα έξω από την πόρτα της ευτυχιας, ενώ οι κατοικοι από μέσα αγνοουσαν ή είχαν ξεχάσει τον πόνο του έξω κοσμου. Μόνο που με τον καιρό και τα τοσα δάκρυα που εχυναν καθημερινα οσοι ήταν απ’ έξω η πόρτα άρχισε να σαπιζει και ένα ξημερωμα κατερευσε λες και ήταν από αμμο και την φυσιξε αερας. Ούτε το ακαρδο ξύλο δεν άντεξε τον τόσο πόνο και επεσε. Το κυμα του πονου και της δυστυχιας που κατεκλυσε σαν σιφουνας και το τελευταίο σοκακι της πόλης αφησε αφωνους τους κατοικους. Και τους πλημμυρισε με τόσο πόνο που η ευτυχια χάθηκε μια για πάντα από την ζωή και την καρδιά τους. Τα τειχη δεν ξαναφτιαχτηκαν ποτέ. Η πολη έγινε μια πολη σαν όλες της άλλες. Με χαρες και λυπες, καλες και κακιες στιγμές, γέλια και δάκρυα. Και ο θρυλος της ευτυχισμενης πόλης έγινε με τα χρόνια παραμυθι στα στοματα των παππουδων και των γιαγιαδων που το διηγιοντουσαν στα εγγονια τους…..